- συνασκώ
- -έω, ΜΑ [ἀσκῶ]μσν.εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλοναρχ.1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)4. συνεργώ σε κάτι5. επεξεργάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο6. (κατ' επέκτ.) ανακατεύω μίγμα7. παθ. συνασκοῡμαι, -έομαιασκούμαι σε κάτι έντονα8. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) συνησκημένοςεπιμελημένος9. φρ. α) «συνησκημένη ἕξις» — συνήθεια που αποκτήθηκε μετά από έντονη άσκηση (Φιλόδ.)β) «συνησκημένη παρατήρησις» — έντονη παρατήρηση (Φιλόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.